- κρυπτάζω
- κρυπτάζω (Α)κρύβω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek